χαλκοδαίδαλος

χαλκοδαίδαλος
-ον, Α
1. ο έντεχνα κατασκευασμένος από χαλκό
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κατεργάζεται τον χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + δαίδαλος «δουλεμένος περίτεχνα» (πρβλ. λιθο-δαίδαλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκοδαιδάλοισιν — χαλκοδαίδαλος wrought in bronze masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοδαιδάλῳ — χαλκοδαίδαλος wrought in bronze masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”